Βαβυλωνίων

Βαβυλωνίων
Βαβυλώνιοι
Babylon
masc gen pl
Βαβυλώνιος
Babylon
fem gen pl
Βαβυλώνιος
Babylon
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • BABYLON vulgo BAGDET — BABYLON, vulgo BAGDET urbs Babyloniae regni maxima ad Euphratem fluv. etiamnum regionis caput, et sedes Praefecti. De qua praeter Auctores sparsim hîc citatos, vide Gen. c. 11. loseph. Iud. Antiq. l. 1. c. 4. Epiphan. in Panar. l. 1. n. 7.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Χαμμουραμπί — Έκτος ηγεμόνας της πρώτης δυναστείας της Βαβυλωνίας, σύμφωνα με τον Πίνακα των πρώτων Βαβυλώνιων βασιλιάδων. Γιος του Σαιν μουμπάλιτ, ανέβηκε στον θρόνο πιθανότατα μεταξύ 1728 και 1686 π.Χ. Υπήρξε μία από τις διασημότερες μορφές στην ιστορία όλης …   Dictionary of Greek

  • CHALNE vel CHALANE — CHALNE, vel CHALANE civitas quam aedificavit Assur. Gen. c. 10. v. 12. De qua sic Bochart. in Phaleg. l. 1. c. 8. Una, inquit, e 4. urbibus, quas in terra Sinhar condidit Nimrod, Chalne dicitur, vel Chalane. Gen. c. 10. v. 10. I. e. Ctesiphon,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • HADA vel ADA — HADA, vel ADA Babyloniorum Dea. Hesych. Αδα. ἡδονὴ, πηγὴ καὶ ὑπὸ Βαβυλωνίων ἡ Η῞ρα, Ada, voluptas, sons, et Babyloniis Iuno. Iunonis autem nomine Lunam vel Aerem a Gentibus olim cultum esse, notum. Apud eosdem proin Sol vel potius Aether. Adod… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • ζιγκουράτ — Κλιμακωτοί ναοί των Βαβυλωνίων και των Ασσυρίων σε σχήμα πυραμίδας, που αριθμούσαν επτά άνισους ορόφους. Ερείπιά τους σώζονται έως σήμερα κατά μήκος του Ευφράτη ποταμού. * * * το αρχαιολ. είδος πυραμιδόσχημου βαθμιδωτού πύργου ναού στην… …   Dictionary of Greek

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • κισσία — Περιοχή της Ασίας, πιθανότατα στην Περσία, κατά την αρχαιότητα. Πήρε την ονομασία της από τη μητέρα του Μέμνονα, Κισσία. Την Κ. αναφέρουν ο Αισχύλος και ο Ηρόδοτος. Ο δεύτερος την ταυτίζει με την Ελυμαΐδα (Ελαμμάτ) των Βαβυλωνίων. Μερικοί θεωρούν …   Dictionary of Greek

  • κτηματολόγιο — Δημόσιος κατάλογος που περιλαμβάνει τη γενική καταγραφή, τη μέτρηση και την εκτίμηση των ακινήτων μιας χώρας. Με τον ίδιο όρο δηλώνεται επίσης το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες επιτυγχάνεται η αποτύπωση, προκειμένου να γίνει η κατανομή της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”